φαλάγγωση

φαλάγγωση
η / φαλάγγωσις, -ώσεως, ΝΑ [φάλαγξ]
νεοελλ.
ιατρ. χαλάρωση τού δέρματος τού άνω βλεφάρου
αρχ.
1. ιατρ. χαλάρωση ή πτώση τών βλεφαρίδων
2. διστιχία ή τριστιχία τών βλεφαρίδων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φαλάγγωση — η (ιατρ.), χαλάρωση του δέρματος στο πάνω βλέφαρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”